- ὑπόπτευμα
- ὑπόπτ-ευμα, ατος, τό,A suspicion, dub. rest. in Epicur.(?) Oxy.215 iii 12 (Berl.Sitzb.1916.886).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόπτευμα — εύματος, τὸ, Α [ὑποπτεύω] υποψία … Dictionary of Greek